Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λέγω τη γνώμη μου

  • 1 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

  • 2 εμμένω

    (αόρ. ενέμεινα) αμετ. настаивать; отстаивать; настойчиво утверждать; твёрдо придерживаться (чего-л.); оставаться верным (чему-л.);

    εμμένω στη γνώμη μου (στην άποψή μου) — настаивать на своём мнении (на своей точке зрения);

    εμμένω στούς όρκους μου — оставаться верным своей клятве;

    εμμένω εις — б, τι λέγω — не отступать от сказанного, твёрдо стоять на своём;

    εμμένω εις αρχάς — быть принципиальным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμμένω

См. также в других словарях:

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»